Πριν από μερικά χρόνια μπορεί να ήταν ένα σωρός ερείπια αλλά σήμερα διεκδικεί τον χαρακτηρισμό του ομορφότερου κτίσματος στο Μέγα Λειβάδι. Η αποκατάσταση του πάλαι ποτέ “αστυνομικού σταθμού” δεν ήταν εύκολη υπόθεση και έγινε με απόλυτο σεβασμό στα αρχιτεκτονικά και αισθητικά χαρακτηριστικά του αρχικού κτίσματος.
Η επισκευή, ο εκσυγχρονισμός των εγκαταστάσεων, η ενίσχυση, καθώς και οι επεμβάσεις που διενεργήθηκαν για λόγους στατικούς ή λειτουργικούς, δεν αλλοιώνουν στο ελάχιστο τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα και τα προστατευόμενα στοιχεία του κτιρίου. Η στέγη ανακατασκευάστηκε ίδια σε μορφή και διαστάσεις με την παλιά, ξύλινη, δίρριχτη, κεραμοσκεπή με βυζαντινά κεραμίδια τριών αποχρώσεων, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι το δάπεδο του εσωτερικού χώρου αποκαταστάθηκε με πανομοιότυπα πλακίδια ίδιων διαστάσεων, χρωμάτων και υλικού με τα αυθεντικά.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Στον οικισμό του Μεγάλου Λειβαδίου, στο παραλιακό μέτωπο και πολύ κοντά στο εμβληματικό κτίριο του Διοικητηρίου, βρίσκεται το ιστορικό κτίριο του πρώην αστυνομικού σταθμού. Τοπόσημο και αυτό, μέρος του ιστορικού συνόλου των κτιρίων που εξυπηρέτησαν τη λειτουργία των Μεταλλείων της Σερίφου κατά τη διάρκεια κυρίως του 20ου αιώνα και αναπόσπαστο μνημείο-μάρτυρας της κοινωνικής δομής της εποχής εκείνης.

Το κτίριο δεν ανήκει σίγουρα στην πρώτη κατασκευαστική περίοδο των υποδομών στο Μέγα Λειβάδι, πράγμα που μαρτυρείται από τις γνωστές φωτογραφίες του Θεολόγου Φυντανίδη (περί το 1880), όπου στο βόρειο τμήμα του οικισμού διαφαίνεται μόνο και μεγαλόπρεπο το κτίριο των γραφείων της ΕΜΕ . Η διαμόρφωση του κήπου της διευθυντικής οικίας με το οκταγωνικό περίπτερο, μαζί με τα κτίρια του χημείου, του σχολείου και του ναού του Αγίου Νικολάου, προστέθηκαν σε δεύτερη οικοδομική φάση, χωρίς να γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία κατασκευής τους. Για τη Γρωμάνειο Σχολή γνωρίζουμε ότι λειτουργούσε ήδη το 1906 με 115 μαθητές.

Το κτίριο πάντως του αστυνομικού σταθμού θα πρέπει να κατασκευάστηκε σε κάποια ακόμα μεταγενέστερη φάση, όπως φαίνεται σε καρτ-ποστάλ έκδοσης Α. Γ. Πάλλη, όπου αναγνωρίζουμε το κτίριο του χημείου και το οκτάγωνο περίπτερο, αλλά όχι το εν λόγω κτίσμα . Το κτίσμα φαίνεται σε πολλές φωτογραφίες του αρχείου της Société des Mines de Seriphos et de Spiliazeza, οι περισσότερες όμως δεν είναι σαφώς χρονολογημένες.

Εξαίρεση μια φωτογραφία του 1936, που τραβήχτηκε για την αναφορά της προόδου της ανακατασκευής της νέας σκάλας φόρτωσης στη νότια αποβάθρα, όπου εκτός από την εν εξελίξει κατασκευή της σκάλας, διαφαίνεται και το κτίριο του αστυνομικού σταθμού. Παλαιότερη αυτής ίσως είναι άλλη φωτογραφία, με ξυλεία συγκεντρωμένη στα ρηχά του κόλπου και στην ακτή -προφανώς μεταφερμένη στη Σέριφο για τις διάφορες κατασκευαστικές ανάγκες των μεταλλείων – και το κτίσμα στο βάθος.

Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η ανέγερση του κτιρίου του αστυνομικού σταθμού ίσως είναι αποτέλεσμα των τραγικών γεγονότων που προκλήθηκαν κατά την απεργία του 1916. Η άποψη αυτή φαίνεται να μην είναι αρκετά ισχυρή, αφ’ ενός μεν γιατί από τις αφηγήσεις του Κων. Σπέρα για την απεργία γνωρίζουμε ότι υπήρχε ήδη αστυνομικός σταθμός στο Μέγα Λειβάδι (βλέπε παρακάτω), αφ’ ετέρου δε, γιατί όπως πληροφορούμαστε από το άρθρο “Οι αθρόες αγορές της γης από τις μεταλλευτικές επιχειρήσεις – Μια ιδιαίτερη πτυχή της πρόσφατης ιστορίας της Σερίφου” του Α. Σ. Γαζή, τον Δεκέμβριο του 1912 (δηλαδή πέντε μήνες μετά την πώληση του οικοπέδου – βλέπε παρακάτω), είχε κατατεθεί αίτηση προσωρινών μέτρων από τους πρώην ιδιοκτήτες προς τον Ειρηνοδίκη της Σερίφου, που αφορούσε τα ανοίγματα που αφήνονταν στον βορινό τοίχο του κτιρίου, προς την πλευρά της υπόλοιπης ιδιοκτησίας των αιτούντων. Ο Ειρηνοδίκης εξέδωσε απορριπτική απόφαση την επόμενη κιόλας μέρα, χάρη στην ύπαρξη της οποίας μπορούμε να προσδιορίσουμε και το έτος ανέγερσης του κτιρίου. Επιβεβαιωτικό των ισχυρισμών αυτών είναι το γεγονός ότι κατά τις πρόσφατες εργασίες αποκατάστασης του κτιρίου, στο στάδιο της αφαίρεσης των τσιμεντοπλακιδίων που κάλυπταν το πάτωμα κάποιων δωματίων του κτιρίου, εντοπίστηκαν φύλλα της εφημερίδας “ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ ΤΕΡΓΕΣΤΗΣ” της 7ης Σεπτεμβρίου 1913, χρονολογία που θέτει ένα terminus post quem για την τελική φάση της κατασκευής του κτιρίου.

Στο υπ’αριθμ. 610/4-5-1912 συμβόλαιο του Συμβ/φου Σερίφου Παν. Βονισάκου, οι: “Αργυρή, χήρα Αντωνίου Κοτσίκου τα οικιακά εργαζομένη, Ιωάννης Αντωνίου Κοτσίκος, εργατικός και Γεώργιος Αντωνίου Κοτσίκος, καφεπώλης, κάτοικοι ενταύθα Μεγάλου Λειβαδίου” πωλούν προς “τον Γεώργιον Γρώμανν, ορυκτολόγον και διευθυντήν των εν Σερίφω μεταλλευτικών εργασιών της γαλλικής εταιρείας Σέριφος – Σπηλιαζέζα” διαμέσου του πληρεξουσίου του Θεοδώρου Μ. Συνοδινού, αρχιεπιστάτη μεταλλείου και κάτοικο Κουταλά, «…εν οικόπεδον κείμενον κατά την παραλίαν Μεγάλου Λειβαδίου της Σερίφου, πλησίον κτημάτων του Γεωργίου Γρώμανν και της παραλίας {…} δεκαεπτά γαλλικά μέτρα με πρόσοψιν προς την θάλασσαν και βάθος οκτώ μέτρων {…} έναντι 544 δραχμών». Στην κατοχή της Société, το οικόπεδο έρχεται το 1938, με το συμβόλαιο υπ’αριθμ. 61358, που μέσω του εκπροσώπου της Σπήλιου Αγαπητού, το αγοράζει από τον Γεώργιο Γρώμαν.

Δεν γνωρίζουμε αν κατά τις αιματηρές συμπλοκές του 1916 το κτίριο στέγασε κάποια αστυνομική αρχή, όμως κάτι τέτοιο δε διαφαίνεται από καμιά ιστορική μαρτυρία. Γνωρίζουμε με σιγουριά από την αφήγηση του Κων. Σπέρα ότι στο Μέγα Λειβάδι υπήρχε εκείνη την εποχή αστυνομικός σταθμός, τον τοποθετεί όμως σε άλλον σημείο: “Το μέγαρον της εταιρείας, όπου τα γραφεία, ευρίσκεται ακριβώς έναντι της γέφυρας της φορτώσεως εις το άλλο άκρον του λιμένος, από δε της γέφυρας μέχρι των γραφείων, εκτείνεται αμμώδης πλατεία έχουσα εις την δεξιάν παράλληλον σειράν χαμηλών οικιών εις την αριστεράν δε την θάλασσαν. Όπισθεν των οικίσκων τούτων υπάρχει μέγας λαχανόκηπος και αρκετά οπωροφόρα δένδρα, εις την δυτικήν άκραν του κήπου τούτου ευρίσκεται ο αστυνομικός σταθμός”.
Σε έγγραφο από το αρχείο της Εταιρείας που αφορά απογραφή των οικημάτων σε Κουταλά και Μέγα Λειβάδι που παρέλαβε ο Ι. Λεφές το 1951 αναφέρεται ως “Σταθμός Χωροφυλακής”, σε έτερο έγγραφο λίστας οικημάτων του 1953, επίσης. Στις 14/4/1956 ο ενωμοτάρχης Μ. Λειβαδίου συντάσσει έγγραφο προς τα Μεταλλεία να υποβάλλουν καταστάσεις όσων διαμένουν σε οικίες της Εταιρείας (σύμφωνα με το νόμο όλοι οι ιδιοκτήτες θα έπρεπε να δηλώνουν στις Αρχές τους ενοικούντες). Σε μια τρίτη κατάσταση οικημάτων του Μ. Λειβαδίου του 1965 πάντως, εκτός από την “Οικία Διευθύνσεως” (Διοικητήριο) και την “Βίλλαν”, όλα τα υπόλοιπα κτήρια αναφέρονται ως “οικίαι” – επομένως κάποια στιγμή μετά το 1956 έπαψε το κτίριο να λειτουργεί ως αστυνομικός σταθμός.

Μέγα Λειβάδι, άποψη από την πλευρά της σκάλας στην θέση “Κλειδωμένες”, γύρω στο 1935. Πηγή: “ΣΕΡΙΦΟΣ – ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΑ”
Σε δικαστικό έγγραφο του 2011 διαβάζουμε ότι μέχρι το 1943 διαμένουν στο κτίριο εργαζόμενοι της εταιρείας καθώς και ο γιατρός και ο μηχανικός της. Το 1943 έως το 1949 οι εργασίες της εταιρείας σταματούν προσωρινά. Το 1949 το κτίριο παραχωρείται στην Ελληνική αστυνομία για να δημιουργήσει εκεί τον “σταθμό χωροφυλακής” του Μεγάλου Λειβαδίου. Το 1982 τα μεταλλευτικά δικαιώματα της εταιρείας εκπίπτουν οριστικά, οπότε το εν λόγω κτίσμα, μαζί με όλα τα ακίνητα που της ανήκαν φυλάσσονται από επιστάτες – φύλακες. Οι μαρτυρίες παλαιών εργαζομένων αναφέρουν ότι το κτίριο χρησιμοποιούταν για την διαμονή των επιστατών κατά τους θερινούς μήνες. Με την καταστροφική πυρκαγιά της 27ης Ιουλίου του 2013 που κατέστρεψε και το εσωτερικό και τη σκεπή του Διοικητηρίου, το κτίσμα υπέστη μεγάλες φθορές, με κύρια την ολοσχερή καταστροφή της ξύλινης στέγης του.


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΤIΡΙΟΥ
Το “κτίριο της Αστυνομίας” όπως αναφέρεται σήμερα, είναι ένα ισόγειο ορθογώνιο κτίριο με μικρό περιβάλλοντα χώρο. Είναι χτισμένο περιμετρικά με λιθοδομή πάχους 60 εκατοστών και έχει δίρριχτη κεραμοσκεπή, η οποία όπως αναφέρθηκε κατέρρευσε ολοσχερώς μετά την πυρκαγιά του 2013.

Εσωτερικά το κτίσμα χωρίζεται σε έξι δωμάτια και έναν εγκάρσιο διάδρομο. Αυτό επιτυγχάνεται με έναν κύριο τοίχο από λιθοδομή, που είναι παράλληλος στη μεγάλη πλευρά του κτιρίου και εγκάρσιους τοίχους πλινθοδομής. Οι σοβάδες εσωτερικά και εξωτερικά είχαν υποστεί μεγάλες φθορές.

Οι τοίχοι εξωτερικά ήταν σοβατισμένοι με δυο διαφορετικούς τρόπους. Οι κύριες όψεις έχουν επιμελημένο, λείο σοβά, ενώ οι δυο μικρότερες όψεις ήταν σοβατισμένες με αδρό, πεταχτό σοβά, πιθανότατα για λόγους οικονομίας. Εσωτερικά οι τοίχοι ήταν όλοι σοβατισμένοι, σπατουλαρισμένοι και βαμμένοι με λευκό χρώμα έως συγκεκριμένο ύψος στο οποίο υπήρχε ψευδοροφή (μπαγδατί). Εσωτερικά στους τοίχους λιθοδομής υπάρχουν κατάλληλα διαμορφωμένες εσοχές που λειτουργούσαν ως ντουλάπια.

Το δάπεδο που είχε περισωθεί ήταν παραδοσιακό πλακάκι σε δύο χρωματισμούς, άσπρο και μαύρο. Το υπόλοιπο δάπεδο ήταν ξύλινο και είχε καεί ολοσχερώς, αφήνοντας μόνο ένα περιμετρικό ίχνος. Τα κουφώματα του κτιρίου ήταν ξύλινα, οι πόρτες και τα παντζούρια ταμπλαδωτά. Τα παράθυρα της όψης προς τη θάλασσα έδειχναν την κυρίαρχη τυπολογία που χρησιμοποιήθηκε, ενώ κάποια είχαν υποστεί αλλαγή σε μεταγενέστερη περίοδο.

Η συντήρηση και αποκατάσταση του κτηρίου αποφασίστηκε λόγω της επιδείνωσης της κατάστασης διατήρησής του τόσο από τη φυσική γήρανση των υλικών κατασκευής, όσο και από την παντελή έλλειψη συντήρησης των επιμέρους στοιχείων. Βασική αρχή του σχεδιασμού αποτέλεσε η διατήρηση της ιστορικότητας, με την αποκατάσταση όλων των αξιόλογων στοιχείων του αρχικού κτιρίου. Κάτι τέτοιο άλλωστε δεν θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να μην τηρηθεί, καθώς ο οικισμός προστατεύεται από το νόμο ως κηρυγμένος ιστορικός τόπος (ΦΕΚ 595/Β/17-10-1983). Έτσι, οι εργασίες (επισκευή, εκσυγχρονισμός των εγκαταστάσεων, ενίσχυση του φέροντος οργανισμού, εσωτερική διαρρύθμιση, καθώς και επεμβάσεις για λόγους στατικούς ή λειτουργικούς του κτιρίου) που διενεργήθηκαν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό του κτιρίου δεν αλλοιώνουν τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα και τα προστατευόμενα στοιχεία του και είναι σύμφωνες με τη γνωμοδότηση του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Αττικής (σήμερα Νοτίου Αιγαίου) και την απόφαση της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Αττικής, Ανατ. Στερεάς και Κυκλάδων.
Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Έπειτα από προσεκτική εκκαθάριση και αποψίλωση των μπάζων που είχαν σκεπάσει το εσωτερικό του κτιρίου εξαιτίας της φωτιάς, έγινε διαλογή κάποιων ιδιαίτερων στοιχείων (κουφωμάτων, ξυλείας,, κεραμιδιών, τσιμεντοπλακιδίων & εξωτερικών πλακών δαπέδου) προκειμένου να γίνει με μεγαλύτερη ακρίβεια η αποκατάσταση του κτιρίου στην πρότερη μορφή του λαμβάνοντας υπόψη βέβαια και τη νέα χρήση. Δεδομένης της θέσης του κτιρίου, της αμεσότητας με τη θάλασσα και των αντίστοιχων χρήσεων που έχουν τα γειτονικά κτίρια (εστιατόρια), η νέα χρήση αποφασίστηκε να είναι κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος και χώρος συνάθροισης κοινού.

Μετά την καθαίρεση των επιχρισμάτων έγινε βαθύ αρμολόγημα των λιθοδομών και ενέματα με υλικά συμβατά με τα υπάρχοντα κατάλληλων αντοχών, ανάλογα με τις απαιτήσεις που προέκυψαν από την στατική μελέτη. Οι ρωγμές αποκαταστάθηκαν με λιθοσυρραφές και με συρραφές με μεταλλικά ανοξείδωτα ελάσματα. Τα εξωτερικά κονιάματα επίχρισης είναι παραδοσιακά με συμβατά με τα υπάρχοντα υλικά, πεταχτά στους δύο τοίχους και λεία στους άλλους δυο, όπως ακριβώς και στο παρελθόν. Τα εσωτερικά κονιάματα είναι λεία και ινοπλισμένα με τοποθέτηση πλέγματος στις εσωτερικές πλευρές των λιθοδομών, όπως απαιτήθηκε από τη στατική μελέτη.

Για την αποκατάσταση του έργου εξετάστηκε η λιθοδομή, που βρέθηκε σε πολύ καλή κατάσταση και δεν κρίθηκε σκόπιμο να γίνει καμία επέμβαση σε αυτή. Κάποιοι από τους εσωτερικούς τοίχους πλινθοδομής αποφασίστηκε να αφαιρεθούν, ενώ δημιουργήθηκαν άλλοι με οπτόπλινθους και οπλισμένο σκυρόδεμα για την καλύτερη διευθέτηση των εσωτερικών χώρων. Καθαιρέθηκαν τα σαθρά επιχρίσματα με σκοπό την επιδιόρθωση τυχόν μικροπροβλημάτων και την αποκάλυψη του δομικά στέρεου στοιχείου χωρίς να προκληθούν έντονοι κραδασμοί, δονήσεις ή άλλες μηχανικές καταπονήσεις. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε τόσο στη διατήρηση της θέσης και του μεγέθους των ανοιγμάτων θυρών και παραθύρων, όσο και στις γωνίες του κτιρίου και στην περιμετρική στέψη του, όπου εδράστηκε η νέα στέγη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι μετά την αφαίρεση των σαθρών, εντοπίστηκε ένα άνοιγμα παραθύρου το οποίο είχε κλείσει σε μεταγενέστερη φάση. Το άνοιγμα αυτό παρέμεινε κλειστό αλλά τοποθετήθηκε παραδοσιακή κορνίζα σοβά ως ανάμνηση του ανοίγματος αυτού, το οποίο ήταν μέρος της δομής του κτιρίου.

Η στέγη ανακατασκευάστηκε ίδια σε μορφή και διαστάσεις με την παλιά, ξύλινη, δίρριχτη, κεραμοσκεπής με βυζαντινά κεραμίδια, τριών αποχρώσεων και συγκεκριμένης πατίνας, ώστε να υπάρχει η αίσθηση του παλιού. Δεν υπάρχουν υδρορροές και λούκια για τη συλλογή των ομβρίων υδάτων, τα οποία απορρέουν ελεύθερα.
Σε όλο το δάπεδο του εσωτερικού χώρου εκτός των χώρων προετοιμασίας και των χώρων υγιεινής, έγινε ειδική παραγγελία για τσιμεντοπλακίδια που έχουν ακριβώς τις ίδιες διαστάσεις και τα ίδια χρώματα με αυτά του αυθεντικού δαπέδου. Στην ποδιά των τοίχων που περιορίστηκαν σε μέγεθος, τοποθετήθηκε ποδιά γκρι χρώματος ως ανάμνηση της πρότερης μορφής του τοίχου. Εξωτερικά, στον περιβάλλοντα χώρο χρησιμοποιήθηκαν για την πλακόστρωση νέες σχιστολιθικές πλάκες, αλλά και όσες από τις προϋπάρχουσες βρίσκονταν σε καλή κατάσταση.

Όλα τα κουφώματα αφαιρέθηκαν και αντικαταστάθηκαν με νέα, ίδια μορφής και τρόπου λειτουργίας με αυτά που προϋπήρχαν. Τα κύρια μεγάλα παράθυρα είναι δίφυλλα και ανοιγόμενα και έχουν τέσσερα διπλά τζαμιλίκια σε κάθε φύλλο, με υαλοπίνακες με εξωτερικά ταμπλαδωτά σκούρα. Η κεντρική πόρτα αντικαταστάθηκε και αυτή από νέα, ξύλινη, ταμπλαδωτή, με φεγγίτη, στην ίδια μορφή με την παλιά σωζόμενη. Γύρω από όλα τα κουφώματα στην εξωτερική πλευρά του τοίχου, έγινε διακοσμητικό πλαίσιο σοβά σε μικρή προεξοχή. Τα φωτιστικά σώματα και οι πριζοδιακόπτες επιλέχθηκαν ύστερα από ενδελεχή έρευνα ώστε να ταιριάζουν στον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του κτιρίου και να είναι συμβατά με την ιστορική περίοδο στην οποία ανήκει το κτίριο.

Κατά την εκπόνηση της στατικής μελέτης του κτιρίου εξετάστηκε η πραγματική κατάσταση του φέροντα οργανισμού, ελέγχθηκε το ενδεχόμενο πιθανής καμπτικής αστοχίας των τοιχοποιιών λόγω του μεγάλου μήκους τους και της καθαίρεσης μέρους των εσωτερικών εγκάρσιων οπτοπλινθοδομών και σε κάθε περίπτωση εκτιμήθηκε και συνυπολογίστηκε τρόπος ενίσχυσης όπου αυτός απαιτήθηκε, με τους αρμόζοντας συντελεστές ασφαλείας ώστε το κτίριο να μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλο για χρήση με τρόπο συμβατό με τον αρχιτεκτονικό και ιστορικό του χαρακτήρα.
Στη ΒΔ πλευρά του κτιρίου υπήρχε παράπηγμα που έγινε σε μεταγενέστερη φάση και το οποίο καθαιρέθηκε ώστε να διαμορφωθεί μικρή πλακόστρωτη αυλή με πεζούλια που θα εξυπηρετούν ως κάθισμα, που θα είναι σκιασμένη από ξύλινη πέργκολα με καλαμωτή. Ο ξύλινος φράχτης αφαιρέθηκε και τοποθετήθηκε άλλος πιο απλός, με μια στρογγυλή δοκό.

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Η περιοχή του Μεγάλου Λειβαδίου διαθέτει αξιολογότατο μνημειακό πλούτο, με το Υπουργείο Πολιτισμού να έχει ήδη ξεκινήσει τη φροντίδα του σημαντικότερου από πλευράς αρχιτεκτονικής αξίας κτιρίου, του Διοικητηρίου. Ο σχεδιασμός των νέων επεμβάσεων στο αποκατασταθέν κτίριο, πραγματοποιήθηκε με γνώμονα την αρμονική ένταξή του στο συνολικό μνημειακό απόθεμα της περιοχής. Παρά τη φιλική του κλίμακα, ο οικισμός παρουσιάζει εικόνα υποβάθμισης, με έντονα λειτουργικά και αισθητικά προβλήματα, τα οποία δεν συνάδουν με τον χαρακτηρισμό του ως ιστορικού τόπου. Ο στόχος που τέθηκε με την αποκατάσταση του ιστορικού αυτού κτιρίου είναι η ουσιαστική ένταξη του μνημείου στη σύγχρονη ζωή του οικισμού, τόσο αισθητικά, όσο και λειτουργικά -ως τόπος συνάθροισης των ανθρώπων και επανένταξης στην καθημερινή ζωή του τόπου και ως σημείο αναφοράς και υπόδειγμα για μελλοντικές αποκαταστάσεις και άλλων κτιρίων στην περιοχή αυτή της Σερίφου.
Βασιλική Κυπρούλη
Αρχαιολόγος